συμμαζεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
συμμαζεύω , πρτ.: συμμάζευα, στ.μέλλ.: θα συμμαζέψω, αόρ.: συμμάζεψα, παθ.φωνή: συμμαζεύομαι, μτχ.π.π.: συμμαζεμένος
- (κυριολεκτικά) συγκεντρώνω σε ένα σημείο σκόρπια πράγματα
- (κατ’ επέκταση) τακτοποιώ ένα χώρο, ξεκαθαρίζοντας και βάζοντας σε τάξη τα πράγματα που βρίσκονται μέσα σε αυτόν
- μειώνω την έκταση ή τις διαστάσεις ενός πράγματος
- «υιοθετώ» και προστατεύω ένα απροστάτευτο πλάσμα
- (μεταφορικά) συγκρατώ, βάζω περιορισμούς σε κάποιον και περιορίζω τη συμπεριφορά του κυρίως
Παράγωγα
Εκφράσεις
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συμμαζεύω | συμμάζευα | θα συμμαζεύω | να συμμαζεύω | συμμαζεύοντας | |
| β' ενικ. | συμμαζεύεις | συμμάζευες | θα συμμαζεύεις | να συμμαζεύεις | συμμάζευε | |
| γ' ενικ. | συμμαζεύει | συμμάζευε | θα συμμαζεύει | να συμμαζεύει | ||
| α' πληθ. | συμμαζεύουμε | συμμαζεύαμε | θα συμμαζεύουμε | να συμμαζεύουμε | ||
| β' πληθ. | συμμαζεύετε | συμμαζεύατε | θα συμμαζεύετε | να συμμαζεύετε | συμμαζεύετε | |
| γ' πληθ. | συμμαζεύουν(ε) | συμμάζευαν συμμαζεύαν(ε) |
θα συμμαζεύουν(ε) | να συμμαζεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συμμάζεψα | θα συμμαζέψω | να συμμαζέψω | συμμαζέψει | ||
| β' ενικ. | συμμάζεψες | θα συμμαζέψεις | να συμμαζέψεις | συμμάζεψε | ||
| γ' ενικ. | συμμάζεψε | θα συμμαζέψει | να συμμαζέψει | |||
| α' πληθ. | συμμαζέψαμε | θα συμμαζέψουμε | να συμμαζέψουμε | |||
| β' πληθ. | συμμαζέψατε | θα συμμαζέψετε | να συμμαζέψετε | συμμαζέψτε | ||
| γ' πληθ. | συμμάζεψαν συμμαζέψαν(ε) |
θα συμμαζέψουν(ε) | να συμμαζέψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω συμμαζέψει | είχα συμμαζέψει | θα έχω συμμαζέψει | να έχω συμμαζέψει | ||
| β' ενικ. | έχεις συμμαζέψει | είχες συμμαζέψει | θα έχεις συμμαζέψει | να έχεις συμμαζέψει | ||
| γ' ενικ. | έχει συμμαζέψει | είχε συμμαζέψει | θα έχει συμμαζέψει | να έχει συμμαζέψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε συμμαζέψει | είχαμε συμμαζέψει | θα έχουμε συμμαζέψει | να έχουμε συμμαζέψει | ||
| β' πληθ. | έχετε συμμαζέψει | είχατε συμμαζέψει | θα έχετε συμμαζέψει | να έχετε συμμαζέψει | ||
| γ' πληθ. | έχουν συμμαζέψει | είχαν συμμαζέψει | θα έχουν συμμαζέψει | να έχουν συμμαζέψει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.