συμμαζεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συμμαζεύω < συν- + μαζεύω

Ρήμα

συμμαζεύω , πρτ.: συμμάζευα, στ.μέλλ.: θα συμμαζέψω, αόρ.: συμμάζεψα, παθ.φωνή: συμμαζεύομαι, μτχ.π.π.: συμμαζεμένος

  1. (κυριολεκτικά) συγκεντρώνω σε ένα σημείο σκόρπια πράγματα
     συνώνυμα: μαζεύω
  2. (κατ’ επέκταση) τακτοποιώ ένα χώρο, ξεκαθαρίζοντας και βάζοντας σε τάξη τα πράγματα που βρίσκονται μέσα σε αυτόν
     συνώνυμα: συγυρίζω, διευθετώ
  3. μειώνω την έκταση ή τις διαστάσεις ενός πράγματος
  4. «υιοθετώ» και προστατεύω ένα απροστάτευτο πλάσμα
  5. (μεταφορικά) συγκρατώ, βάζω περιορισμούς σε κάποιον και περιορίζω τη συμπεριφορά του κυρίως

Παράγωγα

Εκφράσεις

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.