ranger
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία 1
- ranger < rang
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʁɑ̃.ʒe/
- ⓘ
Ετυμολογία 2
- ranger < (άμεσο δάνειο) αγγλική range (περιπλανώμαι)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʁɑ̃.dʒœʁ/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| ranger | rangers |
ranger (fr) αρσενικό
- φύλακας ενός δάσους
- στρατιώτης ενός επίλεκτου σώματος του στρατού ξηράς
- (υπόδηση) ειδικό παπούτσι των ειδικών δυνάμεων (καταδρομέων, αλεξιπτωτιστών, κ.α.)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.