συμμαζεύομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συμμαζεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος συμμαζεύω

Ρήμα

συμμαζεύομαι

  1. περιορίζω τις υπερβολές ή τις εξαλλοσύνες
  2. φροντίζω την εμφάνισή μου (ντύσιμο, χτένισμα κ.λπ.)

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.