συμμαζεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συμμαζεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος συμμαζεύω
Ρήμα
συμμαζεύομαι
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συμμαζεύομαι | συμμαζευόμουν(α) | θα συμμαζεύομαι | να συμμαζεύομαι | ||
| β' ενικ. | συμμαζεύεσαι | συμμαζευόσουν(α) | θα συμμαζεύεσαι | να συμμαζεύεσαι | (συμμαζεύου) | |
| γ' ενικ. | συμμαζεύεται | συμμαζευόταν(ε) | θα συμμαζεύεται | να συμμαζεύεται | ||
| α' πληθ. | συμμαζευόμαστε | συμμαζευόμαστε συμμαζευόμασταν |
θα συμμαζευόμαστε | να συμμαζευόμαστε | ||
| β' πληθ. | συμμαζεύεστε | συμμαζευόσαστε συμμαζευόσασταν |
θα συμμαζεύεστε | να συμμαζεύεστε | (συμμαζεύεστε) | |
| γ' πληθ. | συμμαζεύονται | συμμαζεύονταν συμμαζευόντουσαν |
θα συμμαζεύονται | να συμμαζεύονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συμμαζεύτηκα | θα συμμαζευτώ | να συμμαζευτώ | συμμαζευτεί | ||
| β' ενικ. | συμμαζεύτηκες | θα συμμαζευτείς | να συμμαζευτείς | συμμαζέψου | ||
| γ' ενικ. | συμμαζεύτηκε | θα συμμαζευτεί | να συμμαζευτεί | |||
| α' πληθ. | συμμαζευτήκαμε | θα συμμαζευτούμε | να συμμαζευτούμε | |||
| β' πληθ. | συμμαζευτήκατε | θα συμμαζευτείτε | να συμμαζευτείτε | συμμαζευτείτε | ||
| γ' πληθ. | συμμαζεύτηκαν συμμαζευτήκαν(ε) |
θα συμμαζευτούν(ε) | να συμμαζευτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω συμμαζευτεί | είχα συμμαζευτεί | θα έχω συμμαζευτεί | να έχω συμμαζευτεί | συμμαζεμένος | |
| β' ενικ. | έχεις συμμαζευτεί | είχες συμμαζευτεί | θα έχεις συμμαζευτεί | να έχεις συμμαζευτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει συμμαζευτεί | είχε συμμαζευτεί | θα έχει συμμαζευτεί | να έχει συμμαζευτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε συμμαζευτεί | είχαμε συμμαζευτεί | θα έχουμε συμμαζευτεί | να έχουμε συμμαζευτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε συμμαζευτεί | είχατε συμμαζευτεί | θα έχετε συμμαζευτεί | να έχετε συμμαζευτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν συμμαζευτεί | είχαν συμμαζευτεί | θα έχουν συμμαζευτεί | να έχουν συμμαζευτεί | ||
Μεταφράσεις
συμμαζεύομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.