συμμάζεμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συμμάζεμα τα συμμαζέματα
      γενική του συμμαζέματος των συμμαζεμάτων
    αιτιατική το συμμάζεμα τα συμμαζέματα
     κλητική συμμάζεμα συμμαζέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συμμάζεμα < συμμαζεύω + -μα

Προφορά

ΔΦΑ : /siˈma.ze.ma/

Ουσιαστικό

συμμάζεμα ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.