ανάγνωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανάγνωση | οι | αναγνώσεις |
| γενική | της | ανάγνωσης* | των | αναγνώσεων |
| αιτιατική | την | ανάγνωση | τις | αναγνώσεις |
| κλητική | ανάγνωση | αναγνώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αναγνώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανάγνωση < αρχαία ελληνική ἀνάγνωσις < ἀναγιγνώσκω
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈna.ɣno.si/
Ουσιαστικό
ανάγνωση θηλυκό
- η κατανόηση ενός γραπτού κειμένου, μέσα από την αναγνώριση των συμβόλων του
- η απόδοση ενός γραπτού κειμένου με προφορικό λόγο ενώπιον ενός ακροατηρίου ή όχι
- (σχολείο) το μάθημα στο οποίο οι μαθητές μαθαίνιυν να αποδίδουν προφορικά ένα γραπτό κείμενο
- (συνεκδοχικά) το κείμενο του παραπάνω μαθήματος
- η κατανόηση των συμβόλων μιας άγνωστης ακόμη γλώσσας, η αποκρυπτογράφηση
- η πρώτη προσέγγιση των ρόλων ενός θεατρικού έργου, κατά την πρώτη κοινή συνάντηση των ηθοποιών που θα τους ερμηνεύσουν
- ο τρόπος ερμηνείας ενός μηνύματος με πολλές σημασίες
- η νομοθετική διαδικασία
Συγγενικά
Πολυλεκτικοί όροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.