στυπτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | στυπτικός | η | στυπτική | το | στυπτικό |
| γενική | του | στυπτικού | της | στυπτικής | του | στυπτικού |
| αιτιατική | τον | στυπτικό | τη | στυπτική | το | στυπτικό |
| κλητική | στυπτικέ | στυπτική | στυπτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | στυπτικοί | οι | στυπτικές | τα | στυπτικά |
| γενική | των | στυπτικών | των | στυπτικών | των | στυπτικών |
| αιτιατική | τους | στυπτικούς | τις | στυπτικές | τα | στυπτικά |
| κλητική | στυπτικοί | στυπτικές | στυπτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- στυπτικός < αρχ. ελλ. ρήμα στύφω
Επίθετο
στυπτικός
- συσταλτικός, συσφιγκτικός
- αγγειοσυσταλτικός, έμμεσα αιμοστατικός και, επίσης έμμεσα, αντισηπτικός
Συγγενικά
Μεταφράσεις
στυπτικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.