στυπτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στυπτικός η στυπτική το στυπτικό
      γενική του στυπτικού της στυπτικής του στυπτικού
    αιτιατική τον στυπτικό τη στυπτική το στυπτικό
     κλητική στυπτικέ στυπτική στυπτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στυπτικοί οι στυπτικές τα στυπτικά
      γενική των στυπτικών των στυπτικών των στυπτικών
    αιτιατική τους στυπτικούς τις στυπτικές τα στυπτικά
     κλητική στυπτικοί στυπτικές στυπτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

στυπτικός < αρχ. ελλ. ρήμα στύφω

Επίθετο

στυπτικός

  1. συσταλτικός, συσφιγκτικός
  2. αγγειοσυσταλτικός, έμμεσα αιμοστατικός και, επίσης έμμεσα, αντισηπτικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.