στυφούτσικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στυφούτσικος η στυφούτσικη το στυφούτσικο
      γενική του στυφούτσικου της στυφούτσικης του στυφούτσικου
    αιτιατική τον στυφούτσικο τη στυφούτσικη το στυφούτσικο
     κλητική στυφούτσικε στυφούτσικη στυφούτσικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στυφούτσικοι οι στυφούτσικες τα στυφούτσικα
      γενική των στυφούτσικων των στυφούτσικων των στυφούτσικων
    αιτιατική τους στυφούτσικους τις στυφούτσικες τα στυφούτσικα
     κλητική στυφούτσικοι στυφούτσικες στυφούτσικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

στυφούτσικος < στυφός + υποκοριστικό επίθημα -ούτσικος

Επίθετο

στυφούτσικος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.