ξηρότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ξηρότητα | οι | ξηρότητες |
| γενική | της | ξηρότητας | των | ξηροτήτων |
| αιτιατική | την | ξηρότητα | τις | ξηρότητες |
| κλητική | ξηρότητα | ξηρότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξηρότητα < ξηρός
Ουσιαστικό
ξηρότητα θηλυκό (πιο δόκιμο στον ενικό)
- η ξηρότητα του κλίματος της περιοχής δεν ευνοεί την ανάπτυξη βλάστησης
Μεταφράσεις
ξηρότητα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.