στύφω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- στύφω < → λείπει η ετυμολογία. Δε σχετίζεται το στύω, το στείβω.
Ρήμα
στύφω (ῡ)
Σύνθετα
δείτε και τα παράγωγά τους
- ἀναστύφω
- ἀποστύφω
- διαστύφω
- ἐνστύφω
- ἐπιστύφω
- καταστύφω
- παραστύφω
- περιστύφω
- προαποστύφω
- προστύφω
- συνστύφω
- συστύφω
- ὑποστύφω
Παράγωγα
Πηγές
- στύφω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στύφω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.