στύφω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

στύφω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στύφω

Ρήμα

στύφω μόνο στον ενεστώτα

Συγγενικά

με στυπ-, στυμ-

Μεταφράσεις


Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

στύφω < λείπει η ετυμολογία. Δε σχετίζεται το στύω, το στείβω.

Ρήμα

στύφω (ῡ)

  1. συστέλλω, συμμαζεύω
  2. σουφρώνω τα χείλια, επειδή δοκίμασα κάτι στυφό
  3. είμαι στυφός, προξενώ στυφότητα
  4. είμαι τραχύς και αυστηρός
  5. είμαι κατηφής
  6. είμαι δυσκοίλιος

Σύνθετα

δείτε και τα παράγωγά τους

  • ἀναστύφω
  • ἀποστύφω
  • διαστύφω
  • ἐνστύφω
  • ἐπιστύφω
  • καταστύφω
  • παραστύφω
  • περιστύφω
  • προαποστύφω
  • προστύφω
  • συνστύφω
  • συστύφω
  • ὑποστύφω

Παράγωγα

Πηγές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.