στρίγκλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στρίγκλα | οι | στρίγκλες |
| γενική | της | στρίγκλας | των | στριγκλών |
| αιτιατική | τη | στρίγκλα | τις | στρίγκλες |
| κλητική | στρίγκλα | στρίγκλες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στρίγκλα < μεσαιωνική ελληνική στρίγκλα / στρίγλα < λατινική striga < strix < ελληνιστική κοινή στρίξ (αντιδάνειο)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈstɾiŋɟla/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στρί‐γκλα
Ουσιαστικό
στρίγκλα θηλυκό (αρσενικό: στρίγκλος)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.