στριγκλιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στριγκλιά οι στριγκλιές
      γενική της στριγκλιάς των στριγκλιών
    αιτιατική τη στριγκλιά τις στριγκλιές
     κλητική στριγκλιά στριγκλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στριγκλιά < μεσαιωνική ελληνική στριγγιά < ελληνιστική κοινή στρίξ (με παρετυμολόγηση από τη λέξη στρίγκλα[1]

Ουσιαστικό

στριγκλιά θηλυκό

  1. κραυγή σε τόνο οξύ και διαπεραστικό
  2. (κατ’ επέκταση) μοχθηρή και κακή ενέργεια ή πράξη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.