στριγκλιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | στριγκλιάζω | στρίγκλιαζα | θα στριγκλιάζω | να στριγκλιάζω | στριγκλιάζοντας | |
| β' ενικ. | στριγκλιάζεις | στρίγκλιαζες | θα στριγκλιάζεις | να στριγκλιάζεις | στρίγκλιαζε | |
| γ' ενικ. | στριγκλιάζει | στρίγκλιαζε | θα στριγκλιάζει | να στριγκλιάζει | ||
| α' πληθ. | στριγκλιάζουμε | στριγκλιάζαμε | θα στριγκλιάζουμε | να στριγκλιάζουμε | ||
| β' πληθ. | στριγκλιάζετε | στριγκλιάζατε | θα στριγκλιάζετε | να στριγκλιάζετε | στριγκλιάζετε | |
| γ' πληθ. | στριγκλιάζουν(ε) | στρίγκλιαζαν στριγκλιάζαν(ε) |
θα στριγκλιάζουν(ε) | να στριγκλιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | στρίγκλιασα | θα στριγκλιάσω | να στριγκλιάσω | στριγκλιάσει | ||
| β' ενικ. | στρίγκλιασες | θα στριγκλιάσεις | να στριγκλιάσεις | στρίγκλιασε | ||
| γ' ενικ. | στρίγκλιασε | θα στριγκλιάσει | να στριγκλιάσει | |||
| α' πληθ. | στριγκλιάσαμε | θα στριγκλιάσουμε | να στριγκλιάσουμε | |||
| β' πληθ. | στριγκλιάσατε | θα στριγκλιάσετε | να στριγκλιάσετε | στριγκλιάστε | ||
| γ' πληθ. | στρίγκλιασαν στριγκλιάσαν(ε) |
θα στριγκλιάσουν(ε) | να στριγκλιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω στριγκλιάσει | είχα στριγκλιάσει | θα έχω στριγκλιάσει | να έχω στριγκλιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις στριγκλιάσει | είχες στριγκλιάσει | θα έχεις στριγκλιάσει | να έχεις στριγκλιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει στριγκλιάσει | είχε στριγκλιάσει | θα έχει στριγκλιάσει | να έχει στριγκλιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε στριγκλιάσει | είχαμε στριγκλιάσει | θα έχουμε στριγκλιάσει | να έχουμε στριγκλιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε στριγκλιάσει | είχατε στριγκλιάσει | θα έχετε στριγκλιάσει | να έχετε στριγκλιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν στριγκλιάσει | είχαν στριγκλιάσει | θα έχουν στριγκλιάσει | να έχουν στριγκλιάσει |
| |
Μεταφράσεις
στριγκλιάζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.