στρίγκλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | στρίγκλος | οι | στρίγκλοι |
| γενική | του | στρίγκλου | των | στρίγκλων |
| αιτιατική | τον | στρίγκλο | τους | στρίγκλους |
| κλητική | στρίγκλε | στρίγκλοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στρίγκλος < ελληνιστική κοινή στρίγλος < στρίξ
Μεταφράσεις
στρίγκλος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.