sorcière

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

sorcière < θηλυκό του sorcier

Προφορά

ΔΦΑ : /sɔʁ.sjʁ/
 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
sorcière sorcières

sorcière (fr) θηλυκό

  1. η μάγισσα πρωτόγονων λαών
  2. αυτή που κάνει μάγια με απόκρυφο ή παράνομο τρόπο
  3. γυναίκα γριά, άσχημη, κακιά, κακοντυμένη
  4. η στρίγκλα

Εκφράσεις

Συγγενικά

 δείτε τη λέξη  sorcier
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.