sorcière
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /sɔʁ.sjʁ/
- ⓘ
Εκφράσεις
- chasse aux sorcières - συστηματική καταδίωξη πολιτικών αντιπάλων· (ειδικότερα) καταδίωξη των οπαδών του κομουνισμού από τον αμερικανό γερουσιαστή McCarthy· οργανωμένη δίωξη
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη sorcier
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.