στορέννυμι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

στορέννυμι < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

στορέννυμι

  1. απλώνω, στρώνω τα σκεπάσματα στο κρεβάτι
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 23 (ψ. Ὀδυσσέως ὑπὸ Πηνελόπης ἀναγνωρισμός.), στίχ. 291 (στίχοι 291-292)
    αὐτὰρ ἐπεὶ στόρεσαν πυκινὸν λέχος ἐγκονέουσαι, | γρηῢς μὲν κείουσα πάλιν οἶκόνδε βεβήκει,
    Κι αφού ολοπρόθυμα τους έστρωσαν το σταθερό κρεβάτι, | η μια γερόντισσα στην κάμαρή της γύρισε να κοιμηθεί.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greeklanguage.gr
      5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Κύκλωψ, στίχ. 387 (386-387)
    ἔπειτα φύλλων ἐλατίνων χαμαιπετῆ | ἔστρωσεν εὐνὴν πλησίον πυρὸς φλογί.
    Ύστερα έπιασε κι έστρωσε από έλατο κλαράκια | κατάχαμα, πλάι στη φωτιά, για στρωματσάδα κι ύπνο.
    Μετάφραση χ.χ.: Β. Λιαπή, Αθήνα: Κίχλη @greeklanguage.gr
  2. (γενικότερα) απλώνω, διασπείρω, διαχέω
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 8 (Οὐρανία), 99.1
    ἡ μὲν δὴ πρώτη ἐς Σοῦσα ἀγγελίη ἀπικομένη, ὡς ἔχοι Ἀθήνας Ξέρξης, ἔτερψε οὕτω δή τι Περσέων τοὺς ὑπολειφθέντας ὡς τάς τε ὁδοὺς μυρσίνῃ πάσας ἐστόρεσαν
    Λοιπόν, το πρώτο μήνυμα που έφτασε στα Σούσα, πως ο Ξέρξης κυρίεψε την Αθήνα, έδωσε τόση χαρά στους Πέρσες που είχαν μείνει πίσω, ώστε έστρωναν όλους τους δρόμους με σμύρτα
    Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greeklanguage.gr
  3. απλώνω ομοιόμορφα, εξομαλύνω
  4. ξαπλώνω στο έδαφος, καταρρίπτω ένα δέντρο
  5. (μεταφορικά) απαλύνω, κατευνάζω, ηρεμώ
  6. (στην παθητική φωνή) (για δωμάτιο) είμαι στρωμένος, είμαι πλήρως επιπλωμένος
      5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Μήδεια, στίχ. 380 (379-380)
    ἢ θηκτὸν ὤσω φάσγανον δι᾽ ἥπατος, | σιγῇ δόμους ἐσβᾶσ᾽ ἵν᾽ ἔστρωται λέχος;
    ή να μπω αθόρυβα στην κάμαρη με το στρωμένο κρεβάτι | και να καρφώσω στα στήθη τους ακονισμένο μαχαίρι;
    Μετάφραση (2012): Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greeklanguage.gr

  • στορεννύω
  • στόρνυμι (συντετμημένος τύπος)
  • στορνύω
  • στρώννυμι (με μετάθεση)
  • στρωννύω

Σύνθετα

  • ἐπιστορέννυμι
  • καταστορέννυμι
  • παραστορέννυμι
  • περιστορέννυμι
  • ὑποστορέννυμι

δείτε και τα παράγωγά τους, όπως κατάστρωμα, κατάστρωσις, ἐπίστρωμα, ὑποστόρεσμα

Συγγενικά

  •  δείτε και τις λέξεις στρῶμα, στρώννυμι και στρωννύω

Εκφράσεις

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Ρηματικοί τύποι:

  • αττικός τύπος: μελλ. στορῶ
  • δωρικός τύπος: μελλ. γ' πληθ. στορεσεῦντι
  • επικός τύπος: αόρ. στόρεσα
  • επικός τύπος: απαρέμφατο αόρ. ενεργητική φωνή στορέσαι
  • επικός τύπος: μέση φωνή αόρ. α' στορεσάμην

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.