στρωμνή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στρωμνή | οι | στρωμνές |
| γενική | της | στρωμνής | των | στρωμνών |
| αιτιατική | τη | στρωμνή | τις | στρωμνές |
| κλητική | στρωμνή | στρωμνές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στρωμνή < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
στρωμνή θηλυκό
- μεγάλος επίπεδος υφασμάτινος σάκος γεμισμένος με βαμβάκι ή άχυρο ή άλλο υλικό πάνω στον οποίο μπορεί κανείς να ξαπλώσει
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.