κατευνάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κατευνάζω < (ελληνιστική κοινή) κατευνάζω < κατά + αρχαία ελληνική εὐνή + -άζω (αρχική σημασία: βάζω κάποιον στο κρεβάτι για ύπνο)

Ρήμα

κατευνάζω (παθητική φωνή: κατευνάζομαι)

  1. (μεταβατικό) ηρεμώ, καθησυχάζω (για ανθρώπους, πάθη, συναισθήματα)
  2. (μεταβατικό) ηρεμώ, μειώνω (για σωματικές εκδηλώσεις, συμπτώματα ασθένειας)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.