κατευνάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κατευνάζω < (ελληνιστική κοινή) κατευνάζω < κατά + αρχαία ελληνική εὐνή + -άζω (αρχική σημασία: βάζω κάποιον στο κρεβάτι για ύπνο)
Ρήμα
κατευνάζω (παθητική φωνή: κατευνάζομαι)
- (μεταβατικό) ηρεμώ, καθησυχάζω (για ανθρώπους, πάθη, συναισθήματα)
- (μεταβατικό) ηρεμώ, μειώνω (για σωματικές εκδηλώσεις, συμπτώματα ασθένειας)
Συγγενικά
- ακατεύναστος
- κατευνασμός
- κατευναστικά
- κατευναστικός
- → δείτε τις λέξεις κατά και ευνή
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κατευνάζω | κατεύναζα | θα κατευνάζω | να κατευνάζω | κατευνάζοντας | |
| β' ενικ. | κατευνάζεις | κατεύναζες | θα κατευνάζεις | να κατευνάζεις | κατεύναζε | |
| γ' ενικ. | κατευνάζει | κατεύναζε | θα κατευνάζει | να κατευνάζει | ||
| α' πληθ. | κατευνάζουμε | κατευνάζαμε | θα κατευνάζουμε | να κατευνάζουμε | ||
| β' πληθ. | κατευνάζετε | κατευνάζατε | θα κατευνάζετε | να κατευνάζετε | κατευνάζετε | |
| γ' πληθ. | κατευνάζουν(ε) | κατεύναζαν κατευνάζαν(ε) |
θα κατευνάζουν(ε) | να κατευνάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κατεύνασα | θα κατευνάσω | να κατευνάσω | κατευνάσει | ||
| β' ενικ. | κατεύνασες | θα κατευνάσεις | να κατευνάσεις | κατεύνασε | ||
| γ' ενικ. | κατεύνασε | θα κατευνάσει | να κατευνάσει | |||
| α' πληθ. | κατευνάσαμε | θα κατευνάσουμε | να κατευνάσουμε | |||
| β' πληθ. | κατευνάσατε | θα κατευνάσετε | να κατευνάσετε | κατευνάστε | ||
| γ' πληθ. | κατεύνασαν κατευνάσαν(ε) |
θα κατευνάσουν(ε) | να κατευνάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κατευνάσει | είχα κατευνάσει | θα έχω κατευνάσει | να έχω κατευνάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κατευνάσει | είχες κατευνάσει | θα έχεις κατευνάσει | να έχεις κατευνάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κατευνάσει | είχε κατευνάσει | θα έχει κατευνάσει | να έχει κατευνάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κατευνάσει | είχαμε κατευνάσει | θα έχουμε κατευνάσει | να έχουμε κατευνάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κατευνάσει | είχατε κατευνάσει | θα έχετε κατευνάσει | να έχετε κατευνάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κατευνάσει | είχαν κατευνάσει | θα έχουν κατευνάσει | να έχουν κατευνάσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.