διασπείρω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διασπείρω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διασπείρω < δια- + σπείρω (σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική disseminate) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði.aˈspi.ɾo/ (παλιότερα, στην καθαρεύουσα)
- ΔΦΑ : /ði̯aˈspi.ɾo/ & /ðʝaˈspi.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐σπεί‐ρω
Ρήμα
διασπείρω, πρτ.: διέσπειρα, αόρ.: διέσπειρα, παθ.φωνή: διασπείρομαι, στ.μέλλ.: θα διασπαρώ, π.αόρ.: διασπάρθηκα/διεσπάρην, μτχ.π.π.: διασπαρμένος/διεσπαρμένος [2]
Συγγενικά
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
Αναφορές
- διασπείρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
Πηγές
- διασπείρω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διασπείρω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.