κατάστρωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | κατάστρωσῐς | αἱ | καταστρώσεις | ||||
| γενική | τῆς | καταστρώσεως | τῶν | καταστρώσεων | ||||
| δοτική | τῇ | καταστρώσει | ταῖς | καταστρώσεσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | κατάστρωσῐν | τὰς | καταστρώσεις | ||||
| κλητική ὦ! | κατάστρωσῐ | καταστρώσεις | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καταστρώσει | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | καταστρωσέοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- κατάστρωσις < καταστρώννυμι / καταστρωννύω, κατα-στρω + -σις
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: κατάστρωση
Πηγές
- κατάστρωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.