πλήρως
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πλήρως < επίθετο πλήρης
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpli.ɾos/
Επίρρημα
πλήρως
- καθολικά, ολοκληρωτικά, χωρίς ελλείψεις, χωρίς κενά
- η απάντησή σου με κάλυψε πλήρως
- αισθάνεται πλήρως ικανοποιημένος
Μεταφράσεις
πλήρως
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.