ξαπλώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξαπλώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξαπλώνω < ἐξαπλώνω < ελληνιστική κοινή ἐξαπλῶ
Ρήμα
ξαπλώνω , πρτ.: ξάπλωνα, στ.μέλλ.: θα ξαπλώσω, αόρ.: ξάπλωσα, παθ.φωνή: ξαπλώνομαι, π.αόρ.: ξαπλώθηκα, μτχ.π.π.: ξαπλωμένος
- (αμετάβατο)
- τοποθετώ τον εαυτό μου σε οριζόντια θέση
- πέφτω στο κρεβάτι για να κοιμηθώ ή απλώς να ξεκουραστώ
- ↪ θα πάω να ξαπλώσω για λίγο
- (μεταβατικό)
- τοποθετώ κάποιον σε οριζόντια θέση, στο κρεβάτι
- ※ Με ξάπλωσαν πάνω σ' ένα τραπέζι με ρόδες. (Θανάσης Βαλτινός, Ο γύψος. Συλλογή διηγημάτων Δεκαοχτώ κείμενα. Αθήνα: Κέδρος, 1970)
- ρίχνω κάποιον στο έδαφος με δυνατό χτύπημα
- τοποθετώ κάποιον σε οριζόντια θέση, στο κρεβάτι
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξαπλώνω | ξάπλωνα | θα ξαπλώνω | να ξαπλώνω | ξαπλώνοντας | |
| β' ενικ. | ξαπλώνεις | ξάπλωνες | θα ξαπλώνεις | να ξαπλώνεις | ξάπλωνε | |
| γ' ενικ. | ξαπλώνει | ξάπλωνε | θα ξαπλώνει | να ξαπλώνει | ||
| α' πληθ. | ξαπλώνουμε | ξαπλώναμε | θα ξαπλώνουμε | να ξαπλώνουμε | ||
| β' πληθ. | ξαπλώνετε | ξαπλώνατε | θα ξαπλώνετε | να ξαπλώνετε | ξαπλώνετε | |
| γ' πληθ. | ξαπλώνουν(ε) | ξάπλωναν ξαπλώναν(ε) |
θα ξαπλώνουν(ε) | να ξαπλώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξάπλωσα | θα ξαπλώσω | να ξαπλώσω | ξαπλώσει | ||
| β' ενικ. | ξάπλωσες | θα ξαπλώσεις | να ξαπλώσεις | ξάπλωσε | ||
| γ' ενικ. | ξάπλωσε | θα ξαπλώσει | να ξαπλώσει | |||
| α' πληθ. | ξαπλώσαμε | θα ξαπλώσουμε | να ξαπλώσουμε | |||
| β' πληθ. | ξαπλώσατε | θα ξαπλώσετε | να ξαπλώσετε | ξαπλώστε | ||
| γ' πληθ. | ξάπλωσαν ξαπλώσαν(ε) |
θα ξαπλώσουν(ε) | να ξαπλώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ξαπλώσει | είχα ξαπλώσει | θα έχω ξαπλώσει | να έχω ξαπλώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ξαπλώσει | είχες ξαπλώσει | θα έχεις ξαπλώσει | να έχεις ξαπλώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ξαπλώσει | είχε ξαπλώσει | θα έχει ξαπλώσει | να έχει ξαπλώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξαπλώσει | είχαμε ξαπλώσει | θα έχουμε ξαπλώσει | να έχουμε ξαπλώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ξαπλώσει | είχατε ξαπλώσει | θα έχετε ξαπλώσει | να έχετε ξαπλώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξαπλώσει | είχαν ξαπλώσει | θα έχουν ξαπλώσει | να έχουν ξαπλώσει |
| |
Μεταφράσεις
ξαπλώνω ο ίδιος
ρίχνω κάποιον στο έδαφος με δυνατό χτύπημα
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ρήμα
ξαπλώνω
- άλλη μορφή του ἐξαπλώνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.