επιπλωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιπλωμένος η επιπλωμένη το επιπλωμένο
      γενική του επιπλωμένου της επιπλωμένης του επιπλωμένου
    αιτιατική τον επιπλωμένο την επιπλωμένη το επιπλωμένο
     κλητική επιπλωμένε επιπλωμένη επιπλωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιπλωμένοι οι επιπλωμένες τα επιπλωμένα
      γενική των επιπλωμένων των επιπλωμένων των επιπλωμένων
    αιτιατική τους επιπλωμένους τις επιπλωμένες τα επιπλωμένα
     κλητική επιπλωμένοι επιπλωμένες επιπλωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επιπλωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου επιπλώνω

Μετοχή

επιπλωμένος, -η, -ο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.