ομοιόμορφα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ομοιόμορφα < ομοιόμορφ(ος) + -α
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.miˈo.moɾ.fa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐μοι‐ό‐μορ‐φα
Επίρρημα
ομοιόμορφα
- με ομοιόμορφο τρόπο, με ομοιομορφία
- ↪ η ομοιόμορφα επιταχυνόμενη κίνηση
- ↪ είναι ομοιόμορφα τοποθετημένα σε απόσταση 5 εκατοστών το ένα από το άλλο
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις ομοιόμορφος, όμοιος και μορφή
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ομοιόμορφα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ομοιόμορφο, ουδέτερο του ομοιόμορφος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.