στόρνυμι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

στόρνυμι < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

στόρνυμι

  • άλλη μορφή του στορέννυμι
    1. στη σημασία: (μεταφορικά) μειώνω
        5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 6, 18.4
      Λογισάμενοι οὖν τάδε μᾶλλον αὐξήσειν, ἐπ᾽ ἐκεῖνα ἢν ἴωμεν, ποιώμεθα τὸν πλοῦν, ἵνα Πελοποννησίων τε στορέσωμεν τὸ φρόνημα, εἰ δόξομεν ὑπεριδόντες τὴν ἐν τῷ παρόντι ἡσυχίαν καὶ ἐπὶ Σικελίαν πλεῦσαι·
      Ας σκεφθούμε ότι αν ξεκινήσομε για την Σικελία, θα ενισχύσομε την θέση μας εδώ και ας επιχειρήσομε την εκστρατεία. Θα ταπεινώσομε το φρόνημα των Πελοποννησίων, δείχνοντας ότι περιφρονούμε την τωρινή μας ησυχία κι εκστρατεύοντας εναντίον της Σικελίας.
      Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greeklanguage.gr
        5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἡρακλεῖδαι, στίχ. 702 (702-703)
      λῆμα μὲν οὔπω στόρνυσι χρόνος | τὸ σόν, ἀλλ᾽ ἡβᾶι, σῶμα δὲ φροῦδον.
      Δεν σου ᾽ριξε ο καιρός το θάρρος | κι είναι όλο νιότη μα είναι αδύναμο το κορμί σου.
      Μετάφραση (1913): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Φέξης @greeklanguage.gr
    2. στη σημασία: απλώνω, στρώνω τα σκεπάσματα στο κρεβάτι
        5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 844 (844-846)
      στόρνυ τ᾽ ἐμοὶ καὶ τῇδε κουρίδιον λέχος. | καὶ ταῦτα δράσας ἧκε δεῦρ᾽ αὖθις πάλιν· | ἐγὼ δ᾽ ἀποδώσω τήνδε τῇ βουλῇ τέως.
      κι αφού ετοιμάσεις νυφικό κρεβάτι | για αυτή κι εμέ, έλα πίσω· εγώ, ώσπου νά ᾽ρθεις, | τούτη δω στη βουλή θα παραδώσω.
      Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greeklanguage.gr
    3. στη σημασία: (μεταφορικά) (για θάλασσα, κύμα) γαληνεύω, ηρεμώ
        8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 3 (γ. Ἰθακησίων ἐκκλησία καὶ Τηλεμάχου ἀποδημία.), στίχ. 158
      ἐστόρεσεν δὲ θεὸς μεγακήτεα πόντον.
      γιατί ο θεός έστρωνε ακύμαντο το άπατο πέλαγος.
      Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greeklanguage.gr
      5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 193.1
      οἱ δὲ βάρβαροι, ὡς ἐπαύσατό τε ὁ ἄνεμος καὶ τὸ κῦμα ἔστρωτο, κατασπάσαντες τὰς νέας ἔπλεον παρὰ τὴν ἤπειρον, κάμψαντες δὲ τὴν ἄκρην τῆς Μαγνησίης ἰθέαν ἔπλεον ἐς τὸν κόλπον τὸν ἐπὶ Παγασέων φέροντα.
      Από τη μεριά τους οι βάρβαροι, μόλις κόπασε ο άνεμος και γαλήνεψε το κύμα, έριξαν τα καράβια τους στη θάλασσα κι αρμένιζαν γιαλό γιαλό· κι όταν παρέκαμψαν το ακρωτήριο της Μαγνησίας, έβαλαν πλώρη κατευθείαν στον κόλπο που στο μυχό του βρίσκονται οι Παγασές.
      Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greeklanguage.gr

Συγγενικά

  • ἐνστόρνυμι
  • ὑποστόρνυμι
  •  και δείτε τις λέξεις στρῶμα, στρώννυμι και στορέννυμι

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Ρηματικοί τύποι:

  • δωρικός τύπος: απαρέμφατο ενεργητικού μέλλοντα στορεσεῖν
  • επικός τύπος: γ' πρόσωπο παθητικού υπερσυντέλικου ἔστρωτο
  • ἐστόρνυντο γ' πληθυντικό μεσοπαθητικού παρατατικού
  • στόρνυ β' πρόσωπο προστακτικής ενεργητικού ενεστώτα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.