στοιχειώδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | στοιχειώδης | η | στοιχειώδης | το | στοιχειώδες |
| γενική | του | στοιχειώδους | της | στοιχειώδους | του | στοιχειώδους |
| αιτιατική | τον | στοιχειώδη | τη | στοιχειώδη | το | στοιχειώδες |
| κλητική | στοιχειώδη(ς) | στοιχειώδης | στοιχειώδες | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | στοιχειώδεις | οι | στοιχειώδεις | τα | στοιχειώδη |
| γενική | των | στοιχειωδών | των | στοιχειωδών | των | στοιχειωδών |
| αιτιατική | τους | στοιχειώδεις | τις | στοιχειώδεις | τα | στοιχειώδη |
| κλητική | στοιχειώδεις | στοιχειώδεις | στοιχειώδη | |||
| Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- στοιχειώδης < αρχαία ελληνική στοιχειώδης < στοιχεῖον < στοῖχος < πρωτοελληνική *stóikʰos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stóygʰ-os < *steygʰ- (πηγαίνω) ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική élémentaire[1])
Επίθετο
στοιχειώδης, -ης, -ες
- ο ελάχιστος αναγκαίος, βασικός, θεμελιώδης
- πολλά παιδιά στον πλανήτη μας δεν απολαμβάνουν τα στοιχειώδη αγαθά που μπορούν να καλύψουν τις βασικές ανάγκες τους για επιβίωση
- που αποτελεί τη βάση μιας γνωστικής ή εκπαιδευτικής δομής
- η στοιχειώδης εκπαίδευση, το δημοτικό σχολείο παρέχει τις στοιχειώδεις γνώσεις γραφής, ανάγνωσης και αρίθμησης
- ελάχιστος και μη επαρκής
- πώς να μιλήσω στους Εγγλέζους με τα στοιχειώδη αγγλικά μου;
- για τα θεμελιώδη υποατομικά σωματίδια
Συγγενικά
- στοιχειωδώς
- → δείτε τη λέξη στοιχείο
Μεταφράσεις
στοιχειώδης
- στοιχειώδης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.