στοῖχος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική στοῖχος οἱ στοῖχοι
      γενική τοῦ στοίχου τῶν στοίχων
      δοτική τῷ στοίχ τοῖς στοίχοις
    αιτιατική τὸν στοῖχον τοὺς στοίχους
     κλητική ! στοῖχε στοῖχοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στοίχω
γεν-δοτ τοῖν  στοίχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στοῖχος < στοιχ- στείχω (από ετεροίωση

Ουσιαστικό

στοῖχος, -ου αρσενικό

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη στείχω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.