elementary
Αγγλικά (en)
| παραθετικά | |
| θετικός | elementary |
| συγκριτικός | more elementary |
| υπερθετικός | most elementary |
Επίθετο
elementary (en)
- στοιχειώδης, στοιχείο, συνδέονται με τα πρώτα στάδια φοίτησης
- ↪ elementary education - στοιχειώδης εκπαίδευσης
- ↪ elementary physics - στοιχεία φυσικής
- ↪ I have an elementary knowledge of English.
- Έχω στοιχεία αγγλικών.
- στοιχειώδης, βασικός, θεμελιώδης
- ↪ elementary principles - στοιχειώδεις αρχές
- ↪ elementary knowledge - στοιχειώδεις γνώσεις
- στοιχειώδης για τα υποατομικά σωματίδια
Συγγενικά
Πολυλεκτικοί όροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.