elementary

Αγγλικά (en)

παραθετικά
θετικός elementary
συγκριτικός more elementary
υπερθετικός most elementary

Επίθετο

elementary (en)

  1. στοιχειώδης, στοιχείο, συνδέονται με τα πρώτα στάδια φοίτησης
    elementary education - στοιχειώδης εκπαίδευσης
    elementary physics - στοιχεία φυσικής
    I have an elementary knowledge of English.
    Έχω στοιχεία αγγλικών.
  2. στοιχειώδης, βασικός, θεμελιώδης
    elementary principles - στοιχειώδεις αρχές
    elementary knowledge - στοιχειώδεις γνώσεις
  3. στοιχειώδης για τα υποατομικά σωματίδια

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.