θεμελιώδης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θεμελιώδης η θεμελιώδης το θεμελιώδες
      γενική του θεμελιώδους της θεμελιώδους του θεμελιώδους
    αιτιατική τον θεμελιώδη τη θεμελιώδη το θεμελιώδες
     κλητική θεμελιώδη(ς) θεμελιώδης θεμελιώδες
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θεμελιώδεις οι θεμελιώδεις τα θεμελιώδη
      γενική των θεμελιωδών των θεμελιωδών των θεμελιωδών
    αιτιατική τους θεμελιώδεις τις θεμελιώδεις τα θεμελιώδη
     κλητική θεμελιώδεις θεμελιώδεις θεμελιώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θεμελιώδης < θεμέλι(ο) + -ώδης

Προφορά

ΔΦΑ : /θe.me.liˈo.ðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θεμελιώδης

Επίθετο

θεμελιώδης, -ης -ες

  1. σχετικός με τα θεμέλια
  2. πρωταρχικής σημασίας
  3. (μουσική, ακουστική) ο πρώτος αρμονικός τόνος, η θεμελιώδης συχνότητα

Εκφράσεις

  • θεμελιώδες θεώρημα (μαθηματικά)
  • θεμελιώδης συχνότητα (ακουστική)

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

  • αρμονικός τόνος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.