πυρακτωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πυρακτωμένος | η | πυρακτωμένη | το | πυρακτωμένο |
| γενική | του | πυρακτωμένου | της | πυρακτωμένης | του | πυρακτωμένου |
| αιτιατική | τον | πυρακτωμένο | την | πυρακτωμένη | το | πυρακτωμένο |
| κλητική | πυρακτωμένε | πυρακτωμένη | πυρακτωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πυρακτωμένοι | οι | πυρακτωμένες | τα | πυρακτωμένα |
| γενική | των | πυρακτωμένων | των | πυρακτωμένων | των | πυρακτωμένων |
| αιτιατική | τους | πυρακτωμένους | τις | πυρακτωμένες | τα | πυρακτωμένα |
| κλητική | πυρακτωμένοι | πυρακτωμένες | πυρακτωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πυρακτωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πυρακτώνω
Μετοχή
πυρακτωμένος, -η, -ο
Μεταφράσεις
πυρακτωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.