αντιστικτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιστικτικός η αντιστικτική το αντιστικτικό
      γενική του αντιστικτικού της αντιστικτικής του αντιστικτικού
    αιτιατική τον αντιστικτικό την αντιστικτική το αντιστικτικό
     κλητική αντιστικτικέ αντιστικτική αντιστικτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιστικτικοί οι αντιστικτικές τα αντιστικτικά
      γενική των αντιστικτικών των αντιστικτικών των αντιστικτικών
    αιτιατική τους αντιστικτικούς τις αντιστικτικές τα αντιστικτικά
     κλητική αντιστικτικοί αντιστικτικές αντιστικτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αντιστικτικός < αντίστιξη + -τικός ((μεταφραστικό δάνειο) ιταλική contrappuntistico)

Επίθετο

αντιστικτικός, -ή, -ό

  • (μουσική) που έχει σχέση με την αντίστιξη ή αναφέρεται σ’ αυτή

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.