διαστίκτης

Αρχαία ελληνικά (grc)


Ετυμολογία

διαστίκτης < λείπει η ετυμολογία


Ουσιαστικό

διαστίκτης αρσενικό

  • αυτός που προσθέτει τη στίξη


Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.