dotted

Αγγλικά (en)

Επίθετο

dotted (en)

  1. στικτός
  2. διάστικτος
  3. διάσπαρτος
  4. (πληροφορική) ότι χρησιμοποιεί την σημειογραφία της τελείας (dot notation), όπως στον διαχωρισμό των χιλιάδων στους αριθμούς (πχ. 1.234), στις διευθύνσεις IP (πχ. 196.138.102.83), κλπ.

Ρηματικός τύπος

dotted (en)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.