υπόστικτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υπόστικτος | η | υπόστικτη | το | υπόστικτο |
| γενική | του | υπόστικτου | της | υπόστικτης | του | υπόστικτου |
| αιτιατική | τον | υπόστικτο | την | υπόστικτη | το | υπόστικτο |
| κλητική | υπόστικτε | υπόστικτη | υπόστικτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υπόστικτοι | οι | υπόστικτες | τα | υπόστικτα |
| γενική | των | υπόστικτων | των | υπόστικτων | των | υπόστικτων |
| αιτιατική | τους | υπόστικτους | τις | υπόστικτες | τα | υπόστικτα |
| κλητική | υπόστικτοι | υπόστικτες | υπόστικτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υπόστικτος < υπό- + στικτός < ελληνιστική κοινή ὑποστικτέον < ὑποστίζω
Επίθετο
υπόστικτος, -η, -ο
- που έχει από κάτω μικρά στίγματα, μικρές τελίτσες
- (επιγραφική) υπόστικτο γράμμα: δεν σώζεται ακέραιο και η αναγνώρισή του δεν είναι ασφαλής[1]
- Για το αρχαίο όνομα Τκούνθα̣ που βρέθηκε σε επιγραφή, δεν είμαστε σίγουροι για το τελευταίο γράμμα, γι' αυτό καταγράφεται υπόστικτο.
Συγγενικά
- υποστίζω
- → και δείτε τη λέξη στιγμή
Μεταφράσεις
υπόστικτος
|
|
Αναφορές
- Εισαγωγή Ανθολογία Επιγραφών στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.