στιβαρός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | στιβαρός | η | στιβαρή | το | στιβαρό |
| γενική | του | στιβαρού | της | στιβαρής | του | στιβαρού |
| αιτιατική | τον | στιβαρό | τη | στιβαρή | το | στιβαρό |
| κλητική | στιβαρέ | στιβαρή | στιβαρό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | στιβαροί | οι | στιβαρές | τα | στιβαρά |
| γενική | των | στιβαρών | των | στιβαρών | των | στιβαρών |
| αιτιατική | τους | στιβαρούς | τις | στιβαρές | τα | στιβαρά |
| κλητική | στιβαροί | στιβαρές | στιβαρά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- στιβαρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στιβαρός[1][2] < θέμα στιβ- του στείβω
Προφορά
- ΔΦΑ : /sti.vaˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στι‐βα‐ρός
Επίθετο
στιβαρός
- ρωμαλέος, δυνατός
- ↪ στιβαρά χέρια
- δυνατός και ανθεκτικός, αυτός που αντέχει την καταπόνηση
- ↪ στιβαρή εξουσία
Αναφορές
- στιβαρός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Πρότυπο:Π:Χρηστικο
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|
| στῐβᾰρο- | |||||||
| ονομαστική | ὁ | στιβαρός | ἡ | στιβαρᾱ́ | τὸ | στιβαρόν | |
| γενική | τοῦ | στιβαροῦ | τῆς | στιβαρᾶς | τοῦ | στιβαροῦ | |
| δοτική | τῷ | στιβαρῷ | τῇ | στιβαρᾷ | τῷ | στιβαρῷ | |
| αιτιατική | τὸν | στιβαρόν | τὴν | στιβαρᾱ́ν | τὸ | στιβαρόν | |
| κλητική ὦ! | στιβαρέ | στιβαρᾱ́ | στιβαρόν | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | ||||||
| ονομαστική | οἱ | στιβαροί | αἱ | στιβαραί | τὰ | στιβαρᾰ́ | |
| γενική | τῶν | στιβαρῶν | τῶν | στιβαρῶν | τῶν | στιβαρῶν | |
| δοτική | τοῖς | στιβαροῖς | ταῖς | στιβαραῖς | τοῖς | στιβαροῖς | |
| αιτιατική | τοὺς | στιβαρούς | τὰς | στιβαρᾱ́ς | τὰ | στιβαρᾰ́ | |
| κλητική ὦ! | στιβαροί | στιβαραί | στιβαρᾰ́ | ||||
| δυϊκός | |||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στιβαρώ | τὼ | στιβαρᾱ́ | τὼ | στιβαρώ | |
| γεν-δοτ | τοῖν | στιβαροῖν | τοῖν | στιβαραῖν | τοῖν | στιβαροῖν | |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | |||||||
Ετυμολογία
- στιβαρός < μεταπτωτικό θέμα στιβ- του στείβω + -αρός
Παράγωγα
- στιβαρηδόν
- στιβαρότης
- στιβαρῶς
Πηγές
- στιβαρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στιβαρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.