ντεσιμπέλ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ντεσιμπέλ < deci- (πρόθεμα του Διεθνούς Συστήματος Μονάδων που σημαίνει δέκατο) + Bel (το όνομα της μονάδας μπελ)

Ουσιαστικό

ντεσιμπέλ ουδέτερο άκλιτο

  1. (φυσική) μονάδα μέτρησης της σχέσης των μέτρων (διαφοράς στάθμης) δύο φυσικών μεγεθών ίση με το ένα δέκατο της μονάδας μπελ
    σύμβολο: dB
    Όταν πρόκειται για δύο ενεργειακά μεγέθη π.χ. ενέργεια, ισχύς, ένταση) η διαφορά στάθμης τους σε ντεσιμπέλ είναι ίση με το δεκαπλάσιο του δεκαδικού λογαρίθμου του λόγου των μέτρων τους. Όταν πρόκειται για δύο πεδιακά μεγέθη (π.χ. πλάτος, τάση, ρεύμα) η διαφορά στάθμης τους σε ντεσιμπέλ είναι ίση με το εικοσαπλάσιο του δεκαδικού λογαρίθμου του λόγου των μέτρων τους.
    Διπλασιασμός ενός ενεργειακού μεγέθους σημαίνει αύξηση της στάθμης του κατά τρία ντεσιμπέλ (3 dB).
  2. (ακουστική) μονάδα μέτρησης της (στάθμης της) ηχητικής πίεσης ενός ήχου με αναφορά την ηχητική πίεση του κατωφλίου ακοής 20 μικροπασκάλ (20 μPa), ίση με το εικοσαπλάσιο του δεκαδικού λογαρίθμου του λόγου της ηχητικής πίεσης του υπόψη ήχου προς 20 μPa
    σύμβολο: dB

Ταυτόσημο

  • δεκατομπέλ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.