μονάδα μέτρησης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μονάδα μέτρησης | οι | μονάδες μέτρησης |
| γενική | της | μονάδας μέτρησης | των | μονάδων μέτρησης |
| αιτιατική | τη | μονάδα μέτρησης | τις | μονάδες μέτρησης |
| κλητική | μονάδα μέτρησης | μονάδες μέτρησης | ||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /moˈna.ða ˈme.tɾi.sis/
Πολυλεκτικός όρος
μονάδα μέτρησης θηλυκό
- Κατηγορία:Μονάδες μέτρησης στο Βικιλεξικό
επίσης
- μετρικό σύστημα
- SI Système international (d'unités)
-
μέτρηση, μονάδες μέτρησης στη Βικιπαίδεια

Πηγές
- Εμμανουήλ Αντ. Δρης (Αθήνα 2015), ΠΕΡΙ ΜΟΝΑΔΩΝ ΜΕΤΡΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΣΧΕΤΙΚΑ. Δημοσίευση 2015-11-05. Προσπέλαση 2020-05-27.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.