level

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

level < (κληρονομημένο) μέση αγγλική level < παλαιά γαλλική livel

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈlɛv.əl/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: level

Επίθετο

παραθετικά
θετικός level
συγκριτικός leveler / leveller
υπερθετικός levelest / levellest

level (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
level levels

level (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το επίπεδο, συγκεκριμένο βαθμό ή ποιότητα
    I sink to/I rise to someone’s level.
    Κατεβαίνω/ανεβαίνω στο επίπεδο κάποιου.
    The level of our class is not satisfactory.
    Το επίπεδο της τάξης μας δεν είναι ικανοποιητικό.
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το επίπεδο, μια θέση σε μια κλίμακα μεγέθους ή σημασίας
    a high-level/top-level meeting - συνάντηση υψηλού/ανωτάτου επιπέδου

Πολυλεκτικοί όροι

Ρήμα

ενεστώτας level
γ΄ ενικό ενεστώτα levels
αόριστος leveled, levelled
παθητική μετοχή leveled, levelled
ενεργητική μετοχή leveling, levelling

level (en)

  1. (μεταβατικό) ισιώνω, κάνω κάτι επίπεδο ή λείο
    I leveled the painting.
    Ίσιωσα τον πίνακα.
  2. (μεταβατικό) ισοπεδώνω, καταστρέφω εντελώς ένα κτίριο ή μια ομάδα δέντρων γκρεμίζοντάς τα
    The earthquake completely leveled ten villages.
    Ο σεισμός ισοπέδωσε εντελώς δέκα χωριά.
     συνώνυμα: flatten, raze

Παράγωγα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.