level
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- level < (κληρονομημένο) μέση αγγλική level < παλαιά γαλλική livel
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈlɛv.əl/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : lev‐el
Επίθετο
| παραθετικά | |
| θετικός | level |
| συγκριτικός | leveler / leveller |
| υπερθετικός | levelest / levellest |
level (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| level | levels |
level (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το επίπεδο, συγκεκριμένο βαθμό ή ποιότητα
- ↪ I sink to/I rise to someone’s level.
- Κατεβαίνω/ανεβαίνω στο επίπεδο κάποιου.
- ↪ The level of our class is not satisfactory.
- Το επίπεδο της τάξης μας δεν είναι ικανοποιητικό.
- ↪ I sink to/I rise to someone’s level.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το επίπεδο, μια θέση σε μια κλίμακα μεγέθους ή σημασίας
- ↪ a high-level/top-level meeting - συνάντηση υψηλού/ανωτάτου επιπέδου
Πολυλεκτικοί όροι
Ρήμα
| ενεστώτας | level |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | levels |
| αόριστος | leveled, levelled |
| παθητική μετοχή | leveled, levelled |
| ενεργητική μετοχή | leveling, levelling |
level (en)
- (μεταβατικό) ισιώνω, κάνω κάτι επίπεδο ή λείο
- ↪ I leveled the painting.
- Ίσιωσα τον πίνακα.
- ↪ I leveled the painting.
- (μεταβατικό) ισοπεδώνω, καταστρέφω εντελώς ένα κτίριο ή μια ομάδα δέντρων γκρεμίζοντάς τα
Παράγωγα
Πηγές
- level (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- level (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- level (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 325, 388, 389. ISBN 9780194325684., λήμμα: επίπεδο, επίπεδος, ισιώνω, ισοπεδώνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.