σπονδυλόλυση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπονδυλόλυση οι σπονδυλολύσεις
      γενική της σπονδυλόλυσης* των σπονδυλολύσεων
    αιτιατική τη σπονδυλόλυση τις σπονδυλολύσεις
     κλητική σπονδυλόλυση σπονδυλολύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σπονδυλολύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σπονδυλόλυση < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική spondylolyse

Ουσιαστικό

σπονδυλόλυση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • σπονδυλόλυση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • σπονδυλολυσία - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.