μεσοσπονδύλιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεσοσπονδύλιος η μεσοσπονδύλια το μεσοσπονδύλιο
      γενική του μεσοσπονδύλιου της μεσοσπονδύλιας του μεσοσπονδύλιου
    αιτιατική τον μεσοσπονδύλιο τη μεσοσπονδύλια το μεσοσπονδύλιο
     κλητική μεσοσπονδύλιε μεσοσπονδύλια μεσοσπονδύλιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεσοσπονδύλιοι οι μεσοσπονδύλιες τα μεσοσπονδύλια
      γενική των μεσοσπονδύλιων των μεσοσπονδύλιων των μεσοσπονδύλιων
    αιτιατική τους μεσοσπονδύλιους τις μεσοσπονδύλιες τα μεσοσπονδύλια
     κλητική μεσοσπονδύλιοι μεσοσπονδύλιες μεσοσπονδύλια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μεσοσπονδύλιος < μεσο- + σπόνδυλος + -ιος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική intervertébral[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική intervertébrale[2])

Επίθετο

μεσοσπονδύλιος

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

  1. μεσοσπονδύλιος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. μεσοσπονδύλιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.