σπονδυλικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σπονδυλικός | η | σπονδυλική | το | σπονδυλικό |
| γενική | του | σπονδυλικού | της | σπονδυλικής | του | σπονδυλικού |
| αιτιατική | τον | σπονδυλικό | τη | σπονδυλική | το | σπονδυλικό |
| κλητική | σπονδυλικέ | σπονδυλική | σπονδυλικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σπονδυλικοί | οι | σπονδυλικές | τα | σπονδυλικά |
| γενική | των | σπονδυλικών | των | σπονδυλικών | των | σπονδυλικών |
| αιτιατική | τους | σπονδυλικούς | τις | σπονδυλικές | τα | σπονδυλικά |
| κλητική | σπονδυλικοί | σπονδυλικές | σπονδυλικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σπονδυλικός < σπόνδυλ(ος) + -ικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /spon.ði.liˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπον‐δυ‐λι‐κός
Πολυλεκτικοί όροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.