σφόνδυλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σφόνδυλος | οι | σφόνδυλοι |
| γενική | του | σφόνδυλου & σφονδύλου |
των | σφόνδυλων & σφονδύλων |
| αιτιατική | τον | σφόνδυλο | τους | σφόνδυλους & σφονδύλους |
| κλητική | σφόνδυλε | σφόνδυλοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σφόνδυλος < αρχαία ελληνική σφόνδυλος
Ουσιαστικό
σφόνδυλος αρσενικό
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| σφονδῠλο- | |||||
| ονομαστική | ὁ | σφόνδυλος | οἱ | σφόνδυλοι | |
| γενική | τοῦ | σφονδύλου | τῶν | σφονδύλων | |
| δοτική | τῷ | σφονδύλῳ | τοῖς | σφονδύλοις | |
| αιτιατική | τὸν | σφόνδυλον | τοὺς | σφονδύλους | |
| κλητική ὦ! | σφόνδυλε | σφόνδυλοι | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σφονδύλω | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | σφονδύλοιν | |||
| Σπανίως θηλυκό με τις ίδιες καταλήξεις. | |||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- σφόνδυλος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
σφόνδυλος αρσενικό αττικός τύπος του σπόνδυλος
- (ανατομία) οστό της σπονδυλικής στήλης
- (ανατομία) (πληθυντικός) σπονδυλική στήλη
- (αρχιτεκτονική) (συνεκδοχικά) σπόνδυλος κίονα
- σφοντύλι
Πηγές
- σφόνδυλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σφόνδυλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.