σπονδυλοαρθρίτιδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σπονδυλοαρθρίτιδα | οι | σπονδυλοαρθρίτιδες |
| γενική | της | σπονδυλοαρθρίτιδας | των | σπονδυλοαρθρίτιδων |
| αιτιατική | τη | σπονδυλοαρθρίτιδα | τις | σπονδυλοαρθρίτιδες |
| κλητική | σπονδυλοαρθρίτιδα | σπονδυλοαρθρίτιδες | ||
| Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.