σπονδυλοπάθεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σπονδυλοπάθεια | οι | σπονδυλοπάθειες |
| γενική | της | σπονδυλοπάθειας | των | σπονδυλοπαθειών |
| αιτιατική | τη | σπονδυλοπάθεια | τις | σπονδυλοπάθειες |
| κλητική | σπονδυλοπάθεια | σπονδυλοπάθειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
σπονδυλοπάθεια θηλυκό
- (ιατρική) πάθηση της σπονδυλικής στήλης
Μεταφράσεις
σπονδυλοπάθεια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.