σπαστός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σπαστός | η | σπαστή | το | σπαστό |
| γενική | του | σπαστού | της | σπαστής | του | σπαστού |
| αιτιατική | τον | σπαστό | τη | σπαστή | το | σπαστό |
| κλητική | σπαστέ | σπαστή | σπαστό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σπαστοί | οι | σπαστές | τα | σπαστά |
| γενική | των | σπαστών | των | σπαστών | των | σπαστών |
| αιτιατική | τους | σπαστούς | τις | σπαστές | τα | σπαστά |
| κλητική | σπαστοί | σπαστές | σπαστά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σπαστός < σπάζω + -τός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική broken)
Επίθετο
σπαστός, -ή, -ό
- που αποτελείται από κομμάτια ή τμήματα που μπορούν ν’ αλλάξουν θέση, να συμπτυχθούν ή αναπτυχθούν αλλά και να επανέλθουν στην αρχική θέση και κατάσταση
- (μεταφορικά) που διακόπτεται
- κυματιστός
- σπαστά μαλλιά
- (μεταφορικά) που δεν μιλιέται καλά και σωστά, όπως χρησιμοποιούν τη γλώσσα οι όσοι την γνωρίζουν εξ απαλών ονύχων
Συνώνυμα
- ανοιγοκλειόμενος
- αρθρωτός
- διπλώμενος (που μπορεί να διπλωθεί)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.