σπαρταριστός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σπαρταριστός | η | σπαρταριστή | το | σπαρταριστό |
| γενική | του | σπαρταριστού | της | σπαρταριστής | του | σπαρταριστού |
| αιτιατική | τον | σπαρταριστό | τη | σπαρταριστή | το | σπαρταριστό |
| κλητική | σπαρταριστέ | σπαρταριστή | σπαρταριστό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σπαρταριστοί | οι | σπαρταριστές | τα | σπαρταριστά |
| γενική | των | σπαρταριστών | των | σπαρταριστών | των | σπαρταριστών |
| αιτιατική | τους | σπαρταριστούς | τις | σπαρταριστές | τα | σπαρταριστά |
| κλητική | σπαρταριστοί | σπαρταριστές | σπαρταριστά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σπαρταριστός < σπαρταρίζω + -τός < αρχαία ελληνική ἀσπαίρω (με επίδραση της λέξης λαχταρώ) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *spʰer- (τινάζομαι, πηδώ)
Προφορά
- ΔΦΑ : /spaɾ.ta.ɾiˈstos/
Επίθετο
σπαρταριστός, -ή, -ό
- (κυριολεκτικά) που σπαρταράει
- σπαρταριστό ψάρι
- (μεταφορικά) που έχει ζωντάνια, ζωηράδα, σπιρτάδα και ευθυμία
- σπαρταριστή θεατρική παράσταση
Συγγενικά
- σπαρταριστά
- → δείτε τη λέξη σπαρταρώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.