ευθυμία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευθυμία οι ευθυμίες
      γενική της ευθυμίας των ευθυμιών
    αιτιατική την ευθυμία τις ευθυμίες
     κλητική ευθυμία ευθυμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ευθυμία < αρχαία ελληνική εὐθυμία

Ουσιαστικό

ευθυμία θηλυκό

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.