σπαρταρώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σπαρταρώ < → δείτε τη λέξη σπαρταράω
Προφορά
- ΔΦΑ : /spaɾ.taˈɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπαρ‐τα‐ρώ
Αναφορές
- Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.