σπανιότερος
Νέα ελληνικά (el)
| χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός | ||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σπανιότερος | η | σπανιότερη | το | σπανιότερο |
| γενική | του | σπανιότερου | της | σπανιότερης | του | σπανιότερου |
| αιτιατική | τον | σπανιότερο | τη | σπανιότερη | το | σπανιότερο |
| κλητική | σπανιότερε | σπανιότερη | σπανιότερο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σπανιότεροι | οι | σπανιότερες | τα | σπανιότερα |
| γενική | των | σπανιότερων | των | σπανιότερων | των | σπανιότερων |
| αιτιατική | τους | σπανιότερους | τις | σπανιότερες | τα | σπανιότερα |
| κλητική | σπανιότεροι | σπανιότερες | σπανιότερα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σπανιότερος < σπανι-ότερος, συγκριτικός βαθμός του σπάνιος αλλά και επιθέτων χωρίς παραθετικά όπως το δυσεύρετος ή για είδη το επαπειλούμενος και απειλούμενος με εξαφάνιση
Επίθετο
σπανιότερος, -η, -ο
- που είναι πιο σπάνιος
- Το 25% των μαθητών δηλώνει ότι κάνει χρήση διαδικτύου 1-2 φορές την εβδομάδα, ενώ το 13% δηλώνει σπανιότερη χρήση.
- Η χρήση άλλων οργάνων όπως το κλαρίνο και το βιολί είναι σπανιότερη
- σπανιότερη ομάδα αίματος
Παράγωγα
- σπανιότερα (επίρρημα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.