σπανιότατος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σπανιότατος | η | σπανιότατη | το | σπανιότατο |
| γενική | του | σπανιότατου | της | σπανιότατης | του | σπανιότατου |
| αιτιατική | τον | σπανιότατο | τη | σπανιότατη | το | σπανιότατο |
| κλητική | σπανιότατε | σπανιότατη | σπανιότατο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σπανιότατοι | οι | σπανιότατες | τα | σπανιότατα |
| γενική | των | σπανιότατων | των | σπανιότατων | των | σπανιότατων |
| αιτιατική | τους | σπανιότατους | τις | σπανιότατες | τα | σπανιότατα |
| κλητική | σπανιότατοι | σπανιότατες | σπανιότατα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σπανιότατος < υπερθετικός βαθμός του σπάνιος + -ότατος. Δείτε και το αρχαίο σπανιώτατος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.