σπάνις
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σπάνις < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σπάνις, τῆς σπάνεως
Ουσιαστικό
σπάνις θηλυκό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο σπάνις)
- (λόγιο) σχετική έλλειψη, σπανιότητα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | σπάνῐς | αἱ | σπάνεις |
| γενική | τῆς | σπάνεως | τῶν | σπάνεων |
| δοτική | τῇ | σπάνει | ταῖς | σπάνεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | σπάνῐν | τὰς | σπάνεις |
| κλητική ὦ! | σπάνῐ | σπάνεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σπάνει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | σπανέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σπάνις < → λείπει η ετυμολογία
Πηγές
- σπάνις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σπάνις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.